ΕΛΛΑΔΑ
Ξάνθη: Πάσχα στα μοναστήρια της Παναγίας, στην πόλη με τα χίλια χρώματα

Η Ξάνθη αποτελεί ιδανικό Πασχαλιάτικο προορισμό. Τα συνδυάζει όλα. Παράδοση, αρχιτεκτονική, ιστορία, βυζαντινές εκκλησίες, μοναστήρια και προσκυνήματα.
Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας στην Ξάνθη έχουν τη δική τους μοναδική ευλάβεια. Καθώς περπατάς στα στενά της παλιάς πόλης, ακούς τους βυζαντινούς ήχους από τα αναλόγια των ψαλτάδων και η ματιά σου θα πέσει σίγουρα σε κάποιο από τα πολλά παρεκκλήσια, όπου κάτω από το φως των κεριών, οι εικόνες μαρτυρούν την προσωπική πίστη του κάθε ανθρώπου.
Καθένας από τους ναούς της παλιάς πόλης έχει τη δική του ξεχωριστή ομορφιά και ιστορία, που είναι σίγουρο ότι θα συνεπάρουν πνευματικά τους πιστούς: από τον περικαλλή μητροπολιτικό ναό του Τιμίου Προδρόμου, τον γραφικό πετρόχτιστο ναό του Ακάθιστου Ύμνου, μέχρι το ναό του Αγίου Βλασίου, απέναντι από το σπίτι του Χατζηδάκη και τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου, όπου τη Μεγάλη Πέμπτη μπορεί κανείς να προσκυνήσει τον εσταυρωμένο Χριστό, που αγιογράφησε ο Φώτης Κόντογλου.
Στην κορύφωση όμως του Πάσχα, τα βήματα οδηγούν στα δυο μοναστήρια της Ξάνθης, αφιερωμένα στην Παναγία, μέσα στην καρδιά του περιαστικού δάσους.
Εκεί, ψηλά στο βουνό, η ελληνική ορθόδοξη παράδοση συναντά την πίστη και την απαράμιλλη ομορφιά της φύσης. Ο πιστός δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από τα αγριολούλουδα και τα δέντρα που ευωδιάζουν μέσα στην Άνοιξη, ούτε από το κελάηδημα των πουλιών που τον καλωσορίζουν στον δικό τους τόπο.
Οι καμπάνες που χτυπούν στην Παναγιά Αρχαγγελιώτισσα και στην Παναγία Καλαμούς ηχούν σε όλη την πόλη. Η ιερή μορφή της Παναγίας «αγκαλιάζει» την πόλη με τα χίλια χρώματα και προστατεύει κατοίκους και επισκέπτες.
Οι άγιες ημέρες του Πάσχα στα δυο μοναστήρια της Παναγίας πάνω στο βουνό έχουν μια ξεχωριστή ομορφιά.
Το μοναστήρι της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας
Το αντρικό μοναστήρι της Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας βρίσκεται βορειοανατολικά της Ξάνθης, στις παρυφές του ορεινού όγκου της Ροδόπης, σε εξαιρετικά θαυμάσια θέση, με θέα προς τον κάμπο της Ξάνθης, πάνω ακριβώς από την συνοικία Σαμακώβ.
Στο μοναστήρι αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, και ιδιαίτερα τον Δεκαπενταύγουστο, έρχονται χιλιάδες προσκυνητές που σχηματίζουν ατέλειωτες γραμμές για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Ως κτίσμα, το μοναστήρι αυτό, όπως είναι σήμερα, κτίσθηκε το 1841. Ωστόσο, προϋπήρχε στην ίδια θέση εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, αλλά καταστράφηκε από δύο μεγάλους σεισμούς το 1829, που έπληξαν το μοναστήρι και την πόλη.
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο αρχιμανδρίτης π. Άνθιμος Κωσταράκης, «για την παλαιότερη ζωή του μοναστηριού δυστυχώς δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Το μόνο ενδεικτικό στοιχείο από πλευράς κτισμάτων είναι μια κρύπτη που βρίσκεται πίσω και κάτω από το ιερό βήμα, η οποία ανάγεται στα 1000 έως 1100 μ.Χ. Ωστόσο, η έλλειψη πληροφοριών από επιγραφές ή άλλες πηγές έρχονται να φωτίσουν κάπως ορισμένες σημειώσεις και ενθυμήσεις που καταχωρήθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία από τους μοναχούς. Από αυτούς, λοιπόν, τους κώδικες και τα εκκλησιαστικά βιβλία πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι υπήρχε και έφερε το ίδιο όνομα και κατά το 1559».
Η προέλευση της ονομασίας της ιεράς μονής
Από πού ακριβώς πήρε το όνομά του το μοναστήρι είναι άγνωστο. Κατά μια εκδοχή, το πήρε από τη μικρή θαυματουργή εικόνα του 16ου αιώνα, που παρίστανε τη Θεοτόκο να παραστέκεται από τους αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ και η οποία έχει την επιγραφή: Αρχαγγελιώτισσα. Παράλληλα με την ονομασία Αρχαγγελιώτισσα, τα παλαιότερα χρόνια το μοναστήρι λεγόταν και Παναγία η Χαλκαλιώτισσα.
«Ανεξάρτητα, όμως, προς την ονομασία του», σημειώνει ο πατέρας Άνθιμος, «το μοναστήρι υπήρξε φάρος πνευματικής ακτινοβολίας και παρηγοριάς για όλους τους κατοίκους της περιοχής και φυτώριο από το οποίο αναδείχθηκαν επιφανείς αρχιερείς σε δύσκολα χρόνια για την εκκλησία. Αυτά τα πνευματικά αναστήματα του μοναστηριού, όταν γίνονταν αρχιερείς, όχι μόνο δεν λησμονούσαν την εκθρέψασαν αυτούς μονή αλλά από ευγνωμοσύνη πρόσφεραν σ’ αυτή διάφορα αφιερώματα και μάλιστα χειρόγραφα βιβλία – κώδικες που διασώζονται μέχρι τις μέρες μας».
Στο μοναστήρι σήμερα λειτουργεί το εκκλησιαστικό μουσείο της Ιεράς Μητρόπολης Ξάνθης, όπου φυλάσσονται σημαντικά εκκλησιαστικά κειμήλια.
Το καμπαναριό που δεσπόζει στη μονή κατασκευάστηκε το 1844 και ήταν το μοναδικό την εποχή εκείνη, σ’ όλη τη γύρω περιοχή, γιατί οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν καμπαναριά ούτε καμπάνες. Από τις πιο τραγικές στιγμές που έζησε η μονή ήταν όταν λεηλατήθηκε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής, κατά τα έτη 1913-1919, και οι στρατιώτες το απογύμνωσαν από όλα τα ιερά κειμήλια και τους πολύτιμους κώδικες που διέθετε.
Μετά την απελευθέρωση της Ξάνθης από τους Βουλγάρους, το μοναστήρι έδωσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε χωράφια για την αποκατάσταση των ακτημόνων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ερχόμενοι από τις αλησμόνητες πατρίδες της Μικράς Ασίας.
Το μοναστήρι της Παναγίας της Καλαμούς
Το μοναστήρι βρίσκεται βόρεια της Ξάνθης, πάνω σε έναν βράχο που δεσπόζει στη χαράδρα του Κοσσύνθου. Από εδώ πάνω, μπορεί ο προσκυνητής να θαυμάσει όλη την ορεινή περιοχή της Ροδόπης, μέχρι τα σύνορα προς τη Βουλγαρία και να αφήσει να πλανηθεί το βλέμμα του μέχρι το βάθος του ορίζοντα στην πεδιάδα της Ξάνθης.
Το γυναικείο αυτό μοναστήρι, όπως είναι σήμερα, είναι κτίσμα μόλις των αρχών του 20ου αιώνα, ο δε ναός του, ως οικοδόμημα είναι εντελώς σύγχρονος αφού ανεγέρθηκε το 1965, στη θέση του παλαιού, που ήταν πολύ πρόχειρα κατασκευασμένος. Το ίδιο σύγχρονα είναι και τα κελιά των μοναχών. Δυστυχώς, πέρα από μερικές φορητές εικόνες, ιδιαίτερα της Θεoτόκου, τίποτα δεν μαρτυρεί το πλούσιο και λαμπρό παρελθόν του.
Σύμφωνα πάντως με την ιστορική παράδοση, το μοναστήρι αυτό κτίσθηκε κατά τους χρόνους της εικονομαχίας (726 – 843), από εικονόφιλους μοναχούς, οι οποίοι ξεφεύγοντας τον φανατισμό των εικονοκλαστών έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ξάνθης. Όσο για την ονομασία του («Καλαμού» ή «Καλαμιώτισσα»), αυτή προέρχεται από το ότι η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε μέσα σε κάτι καλαμιές.
Ο σύγχρονος ερευνητής μπορεί να αντλήσει σημαντικές πληροφορίες για την υπερχιλιόχρονη πορεία του μοναστηριού μέσα από ενθυμήσεις και αφιερώσεις που υπάρχουν σε παλαιά εκκλησιαστικά βιβλία. Από εκεί μαθαίνει ενδιαφέροντα στοιχεία για τις διάφορες χρονικές στιγμές ύπαρξης του μοναστηριού, ιχνηλατώντας έτσι την πλούσια και πολυκύμαντη πνευματική και λειτουργική ζωή του.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Το ΑΠΘ ανέπτυξε σύστημα τηλεμετρίας που προβλέπει σε πραγματικό χρόνο την εξάπλωση δασικών πυρκαγιών

Ένα νέο εργαλείο για την πρόβλεψη και διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και δύναται να ενισχύσει την Πολιτική Προστασία της χώρας, θα δοκιμαστεί μέσα στον Οκτώβριο στο Αγρόκτημα του ΑΠΘ, με ελεγχόμενη πρόκληση φωτιάς.
Πρόκειται για το σύστημα τηλεμετρίας «Maestro», που υποστηρίζει την πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς σε δασικές εκτάσεις με βάση μετρήσεις των καιρικών συνθηκών, οι οποίες συλλέγονται από ασύρματα δίκτυα (κόμβους) αισθητήρων, τοποθετημένων στις δασικές περιοχές.
Το πλεονέκτημά του σε σχέση με τα συστήματα από τα οποία η πολιτική προστασία αντλεί πληροφορία για την έκδοση των χαρτών πρόβλεψης κινδύνου εκδήλωσης πυρκαγιάς συνίσταται στο ότι παρέχει σε πραγματικό χρόνο γεωγραφικά εντοπισμένη πληροφορία μέσα από το δάσος, ενώ σε περίπτωση πυρκαγιάς, οι κόμβοι αισθητήρων λειτουργούν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με συχνότερες μετρήσεις για πρόβλεψη της εξάπλωσης της πυρκαγιάς και αποτελεσματική διαχείριση των δυνάμεων πυρόσβεσης και του πληθυσμού.
Το «Maestro» αναπτύχθηκε από το Εργαστήριο Δικτύων και Συστημάτων Επικοινωνιών και τον Τομέα Λογισμικού, Υλικού και Θεμελιώσεων του Τμήματος Πληροφορικής του ΑΠΘ και το Εργαστήριο Υλωρικής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ σε συνεργασία με την εταιρεία Pragma IoT.

με τον Διευθυντή του Τομέα Καθ. Π. Κατσαρό.
Πηγή φωτογραφίας: Αν. καθηγητής Πληροφορικής του ΑΠΘ, Παναγιώτης Κατσαρός / ΑΠΕ-ΜΠΕ
«Ξεκινήσαμε πριν από τρία χρόνια. Έχουμε προχωρήσει στη σχεδίαση και ανάπτυξη του συστήματος, το οποίο αποτελείται από κόμβους αισθητήρων που τοποθετούνται σε δασικές περιοχές. Κάθε κόμβος αισθητήρων είναι μία συσκευή, που συλλέγει και αποστέλλει μέσω διαδικτύου μετρήσεις θερμοκρασίας, υγρασίας, ταχύτητας και διεύθυνσης ανέμου, ανίχνευσης φλόγας και καπνού», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αν. καθηγητής του Τμήματος Πληροφορικής του ΑΠΘ, Παναγιώτης Κατσαρός, σημειώνοντας ότι τα δεδομένα ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποστέλλονται σε κεντρικό εξυπηρετητή, όπου μετατρέπονται σε πληροφορία διαθέσιμη στα επιχειρησιακά σχέδια και στον προληπτικό σχεδιασμό της πολιτικής προστασίας.
«Σήμερα υπάρχουν χάρτες πρόβλεψης, με βάση τις προγνώσεις καιρικών συνθηκών, υπάρχουν προσπάθειες επιτήρησης δασικών περιοχών με ιπτάμενα μέσα. Αυτό που επιπρόσθετα μπορεί να συνδράμει το σύστημα που αναπτύξαμε είναι η πρόβλεψη κινδύνου με μετρήσεις πολύ περισσότερο εντοπισμένες γεωγραφικά, καθώς μπορούμε να γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή σε μία περιοχή τις συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας, ανέμου, να συσχετίζουμε με τα δεδομένα π.χ. για τις περιόδους ξηρασίας, κι όλα αυτά να δίνουν πολύ πιο συγκεκριμένη πρόβλεψη σε ό,τι αφορά την επικινδυνότητα.
Επίσης, καθώς το σύστημα διαθέτει αισθητήρα ταχύτητας και διεύθυνσης ανέμου, μπορούμε να παίρνουμε πληροφορία από τη γεωγραφική θέση του κόμβου για το πώς μεταβάλλεται ο άνεμος οπότε με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να τρέξουμε μαθηματικά μοντέλα που να προβλέπουν την εξάπλωση κάθε πυρκαγιάς σε πραγματικό χρόνο», διευκρίνισε ο κ. Κατσαρός.

επικοινωνία LoRa και αισθητήρες καιρικών συνθηκών, φωτιάς και καπνού).
Πηγή φωτογραφίας: Αν. καθηγητής Πληροφορικής του ΑΠΘ, Παναγιώτης Κατσαρός / ΑΠΕ-ΜΠΕ
«Δοκιμή στο πεδίο με ελεγχόμενη πυρκαγιά στο Αγρόκτημα του ΑΠΘ»
Η πρώτη εφαρμογή του Maestro στο πεδίο, πρόκειται να γίνει στο Αγρόκτημα του ΑΠΘ τις επόμενες ημέρες, όπου μετά από σχετική άδεια από το Δασαρχείο και εφόσον οριστικοποιηθεί η καταλληλότητα των καιρικών συνθηκών, θα προκληθεί ελεγχόμενη φωτιά ώστε να μελετηθεί η ευαισθησία των αισθητήρων.
Την πειραματική εφαρμογή του συστήματος στο αγρόκτημα του ΑΠΘ θα επιβλέψει ο καθηγητής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος.
«Θα ελεγχθεί ο ακριβής βαθμός ευαισθησίας των αισθητήρων. Θέλουμε να δούμε σε πόσα μέτρα από τον κόμβο οι αισθητήρες φλόγας και καπνού, στέλνουν μετρήσεις για το ότι υπάρχει πυρκαγιά», διευκρίνισε ο κ. Κατσαρός, σημειώνοντας ακόμη πως οι κόμβοι αισθητήρων είναι μία χαμηλού κόστους λύση για αξιόπιστη επιτήρηση των δασικών περιοχών, καθώς το κόστος κάθε κόμβου κυμαίνεται στα 150-200 ευρώ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΕΛΛΑΔΑ
Στη “Μνήμη του Κόσμου” οι χρησμοί της Δωδώνης

“Μεγάλη ελληνική κατάκτηση”, χαρακτήρισε η υπουργός Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη την εγγραφή των χρηστήριων ελασμάτων της Δωδώνης στον Διεθνή Κατάλογο του Προγράμματος της UNESCO, «Μνήμη του Κόσμου», κατά την επίσημη εκδήλωση για την ένταξη στην λίστα, που πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Στην αίθουσα «Σωτήρης Δάκαρης» του Μουσείου, η οποία είναι αφιερωμένη στο Ιερό της Δωδώνης, εκτίθεται ένα σύνολο 67 ελασμάτων.
Τα ελάσματα των χρησμών, πάνω στα οποία διαβάζονται συνολικά 4.216 επιγραφές, χρονολογούνται με βάση τη γραφή, από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. τα ερωτήματα είναι γραμμένα σε ποικίλες αλφαβήτους και διαλέκτους.
Στο Μαντείο έφταναν άνθρωποι από όλες της περιοχές, από τις Συρακούσες και τον Τάραντα, τη Βοιωτία, την Αθήνα, την Κόρινθο.
Όπως αναφέρει η αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Εφορείας Βαρβάρα Παπαδοπούλου,τα μολύβδινα ελάσματα αποτελούν αποτμήματα λίγων εκατοστών, τα οποία κατά κανόνα είναι παλίμψηστα, επειδή χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές.
Το μέγεθος των γραμμάτων δεν ξεπερνά το 1-1.5 χιλιοστό. Ως προς το θέμα τους, τα ερωτήματα διακρίνονται σε δημόσια και ιδιωτικά.
Τα δημόσια ερωτήματα είναι σχετικά λίγα, τίθενται από πόλεις ή από Κοινά και αφορούν συνήθως πολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα. Τα περισσότερα ιδιωτικά ερωτήματα τίθενται συνήθως από άνδρες, σπανιότερα από γυναίκες ή ζεύγη, και αφορούν ζητήματα που σε όλες τις εποχές απασχολούν τους ανθρώπους και τους προκαλούν άγχος, όπως θέματα οικογενειακά, υγείας, επαγγελματικά, μετακίνησης, ιδιοκτησίας.
Η αξία τους έγκειται στη μοναδικότητα του αυθεντικού, πρωτογενούς υλικού, το οποίο αποτελεί πολύ σημαντική συμβολή στην μελέτη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, η οποία υποφέρει από την έλλειψη γραπτών πηγών.
Στην εκδήλωση παρέστησαν ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων κ. Μάξιμος, ο Πρόεδρος της Βουλής Κ. Τασούλας, βουλευτές, δήμαρχοι και πλήθος κόσμου.
Τα χρηστήρια ελάσματα της Δωδώνης, αποτελούν από το Μάιο του 2023, την 2η ελληνική εγγραφή στον Διεθνή Κατάλογο του Προγράμματος της UNESCO «Μνήμη του Κόσμου».
Ο φάκελος της υποψηφιότητας υποβλήθηκε από την Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού. Για την επιστημονική τεκμηρίωση της υποψηφιότητας, η Διεύθυνση του Υπουργείου συνεργάστηκε με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΕΛΛΑΔΑ
Αρχαίους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν Ινδία και Μεσόγειο αποκαλύπτει ο ελληνικός πάπυρος «Μουζίρις»

Πολύτιμα στοιχεία για τους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν την Μεσόγειο με το χαμένο αρχαίο λιμάνι Μουζίρις της Ινδίας, αυτό που κατά τον Ρωμαίο συγγραφέα Πλίνιο υπήρξε ο «πρώτος εμπορικός σταθμός της» φέρνει στο φως μια νέα μελέτη ενός ελληνικού παπύρου, από τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Αμφιλόχιο Παπαθωμά.
«Αυτός ο μοναδικός πάπυρος που χρονολογείται ευρέως στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαθωμάς, «μας παρέχει πολύτιμη μαρτυρία για το εμπόριο μεταξύ Ινδίας και ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου – κι από εκεί για το εμπόριο της Ινδίας με τον υπόλοιπο μεσογειακό κόσμο – κατά την Ρωμαϊκή περίοδο».
Εξίσου σημαντικά είναι τα συμπεράσματα που εξάγονται από την μελέτη που παρουσιάστηκε από τον κ. Παπαθωμά σε ινδοελληνικό επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Νέο Δελχί. Καταδεικνύουν τον τρόπο των πληρωμών, των συμβολαίων, της φορολόγησης, των εμπορικών συναλλαγών και των ασφαλιστικών ρητρών που ίσχυαν στην ακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για τα πολύτιμα εμπορεύματα που μεταφέρονται από το πλούσιο λιμάνι της Ινδίας στην Αλεξάνδρεια και αντιστρόφως.
Ο πάπυρος στον οποίο οι επιστήμονες έδωσαν το όνομα του θρυλικού ινδικού λιμανιού φυλάσσεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, στη Βιέννη.
«Υπάρχουν δύο διαφορετικά κείμενα γραμμένα στην πρόσθια (recto) και στην οπίσθια όψη του παπύρου (verso) αντίστοιχα, ένα συμβόλαιο κι ένας κατάλογος εμπορευμάτων που εισάγονται από την Ινδία στην Αίγυπτο. Το τοπωνύμιο Μουζίρις εμφανίζεται εδώ για πρώτη και μοναδική φορά σε ελληνορωμαϊκούς παπύρους» λέει ο κ. Παπαθωμάς.
Μουζίρις, το θρυλικό λιμάνι της Ινδίας
Αναφερόμενoς στις ιστορικές πηγές για το λιμάνι Μουζίρις, ο καθηγητής του ΕΚΠΑ επισήμανε ότι ήταν ένα λιμάνι στη νοτιοδυτική Ινδία (σημερινό Πατανάμ) το οποίο βρισκόταν σχετικά κοντά στη Νέλκυντα (αρχαία ελληνικά Νέλκυδα).
Τόπος και τοπωνύμιο ήταν ήδη γνωστά από ελληνικές και λατινικές λογοτεχνικές πηγές όπως από τον Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας, από τη Γεωγραφία του Κλαύδιου Πτολεμαίου και από τη Φυσική Ιστορία του Πλινίου.
Η Μουζίρις εμφανίζεται και στη λεγόμενη Tabula Peutingeriana, ένα περγαμηνό αντίγραφο του 13ου αιώνα ενός χάρτη της ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο επίσης φυλάσσεται στη Βιέννη.
Τις τελευταίες δεκαετίες η αρχαιολογική έρευνα στην Ινδία έχει μελετήσει αρκετές παραθαλάσσιες περιοχές προκειμένου να δώσει μια απάντηση στο μυστήριο για το που ακριβώς βρισκόταν το πλούσιο λιμάνι που άκμασε για πολλούς αιώνες και «σβήστηκε» απότομα από τους χάρτες γύρω στον 14ο αι. μ.Χ.

Μια περιοχή πάντως στη νότια Κεράλα που ανασκάπτεται έχει συγκεντρώσει τελευταία τις μεγαλύτερες πιθανότητες να «κρύβει» την θέση αυτού του ιδιαιτέρως σημαντικού αρχαίου λιμανιού της Ινδίας.
Ινδικά ποιήματα κι άλλες πηγές περιγράφουν ένα λιμάνι της αφθονίας και του πλούτου όπου κατέφθαναν φορτωμένα τα πλοία των δυτικών με χρυσό, κρασί, ελαιόλαδο και πανέμορφα αγγεία κι αναχωρούσαν φορτωμένα με πιπέρι κι άλλα μπαχαρικά, ελεφαντόδοντο, μαργαριτάρια και κυρίως ημιπολύτιμους λίθους που αφθονούσαν σε αυτό αλλά και με μετάξι, την αρωματική ρίζα νάρδο και προϊόντα από τις περιοχές των ανατολικών Ιμαλαίων.
Όσοι μελέτησαν το ελληνικό κείμενο του παπύρου, αρχικά, αποφάνθηκαν πως αφορά μία σύμβαση για ένα ναυτιλιακό δάνειο, η οποία είχε συναφθεί στο ινδικό λιμάνι, μεταξύ ενός εφοπλιστή κι ενός εμπόρου άποψη που αποδεικνύεται τελικά μάλλον λανθασμένη καθώς αφορά πολλά περισσότερα και μάλιστα φαίνεται ότι ακολουθεί κοινές μεσογειακές πρακτικές γύρω από δάνεια-αγαθά-ενέχυρα-ασφάλειες όπως ακριβώς τις χρησιμοποιούσαν οι έμποροι αιώνες νωρίτερα στην κλασσική Αθήνα.
Οι νεότερες μελέτες έχουν καταλήξει ότι το συμβόλαιο δεν συντάχθηκε στο ινδικό λιμάνι αλλά σε έναν από τους σταθμούς του εμπορικού δρόμου της Ερυθράς Θάλασσας (πιθανόν στο λιμάνι της Βερενίκης).
Σ’ αυτό συνετέλεσε και η σωστή ερμηνεία του κειμένου που προσδιόρισε ότι αυτός που μιλάει στον πάπυρο προσπαθεί να διασφαλίσει τη χρηματοδότησή του για το ταξίδι της επιστροφής στην Ινδία αλλά και ο τρόπος πληρωμής για τους καμηλέρηδες που θα μετέφεραν τα εμπορεύματα στην ενδοχώρα και μέχρι την φόρτωσή τους στο ποτάμι (τον Νείλο) και στο ποταμόπλοιο που θα τα μετέφερε κατόπιν στην Αλεξάνδρεια.
Στη σύμβαση του παπύρου διαφαίνεται ο πλούτος του λιμανιού, αφού καταγράφει την αποστολή ελεφαντόδοντου (167 χαυλιόδοντες και θραύσματα), υφάσματος και νάρδου βάρους 3,5 τόνων και αξίας (μετά από μικρή έκπτωση φόρου !) 1154 ταλάντων και 2852 δραχμών (σχεδόν 7 εκατομμυρίων σηστερτίων).

Σουμέριοι, Χαράππα και οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου
«Ο Πάπυρος της Μουζίρεως» εκτιμά ο κ. Παπαθωμάς «ολοκληρώνει μια εικόνα εμπορικών δραστηριοτήτων στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο και στον ευρύτερο Ινδικό Ωκεανό που λαμβάνουν χώρα ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Από την εποχή των πολιτισμών των Σουμέριων και των Χαράππα, αυτές οι περιοχές διευκόλυναν την επαφή μεταξύ των κοινωνιών της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αφενός και των ανατολικότερων και νοτιότερων περιοχών της Ασίας στον Ινδικό Ωκεανό αφετέρου».
Μετά τον Μέγα Αλέξανδρο οι διάδοχοί του κράτησαν ανοιχτούς τους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία.
« …Οι αυτοκρατορίες των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων», σημειώνει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ «ίδρυσαν αποικία στον Ίκαρο, στο σημερινό νησί Failaka του Κουβέιτ, και ανέπτυξαν εμπορικές επαφές με τους Γερραχαίους Άραβες, που ζούσαν στην ανατολική αραβική χερσόνησο αντίστοιχα.
Οι Πτολεμαίοι δημιούργησαν επίσης σταθμούς στην ανατολική έρημο της Αιγύπτου και λιμάνια στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας. Η χρήση της Ερυθράς Θάλασσας για εμπορικούς σκοπούς συνεχίστηκε, όπως μαρτυρείται από πολλούς σταθμούς που ιδρύθηκαν για να επιβλέπουν μια τέτοια δραστηριότητα κατά τον όψιμο δεύτερο και πρώτο αιώνα π.Χ. Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., οι Έλληνες», σημειώνει ο καθηγητής, «έμαθαν να χρησιμοποιούν τους ανέμους των μουσώνων για να πλέουν στην ανοιχτή θάλασσα προς την Ινδία. Ο νοτιοδυτικός μουσώνας επέτρεψε στους εμπόρους που ταξίδευαν από τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας να αναχωρήσουν τον Ιούλιο και να φτάσουν στις ινδικές ακτές γύρω στο δεύτερο μισό του Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια, με τους βορειοανατολικούς μουσώνες, να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου και αρχές Ιανουαρίου».

Οι Ρωμαίοι ακολούθησαν τους Έλληνες που ήξεραν
να ταξιδεύουν με τους ανέμους των μουσώνων
Τους ίδιους εμπορικούς δρόμους ακολούθησαν και οι Ρωμαίοι όταν κυριάρχησαν στην περιοχή. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ανέλαβε τη ρύθμιση και τη φορολογία των αγαθών που εισέρχονταν και εξέρχονται από την Αίγυπτο μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Η κορύφωση αυτής της δραστηριότητας σημειώθηκε κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, και ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του πρώτου αιώνα, η συμμετοχή της Μεσογείου στο εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού ήταν πιθανώς μεγαλύτερη από ποτέ, όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής του ΕΚΠΑ.
«Ο πάπυρος μας μαρτυρεί μια όψιμη άνθηση αυτής της εμπορικής δραστηριότητας στον Ινδικό Ωκεανό τον 2ο αι. μ.Χ. Τα εμπορεύματα από τη Μεσόγειο έφτασαν στην Ινδία μέσω της Αλεξάνδρειας, του ποταμού Νείλου, της πόλης Κόπτου, που ήταν το μεγάλο λιμάνι του Νείλου περίπου στο ίδιο γεωγραφικό μήκος με το λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας Μυός Όρμος, και κοντά στο άλλο μεγάλο λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας, τη Βερενίκη» υπογραμμίζει ο κ. Παπαθωμάς.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΕΛΛΑΔΑ
Άγνωστος βυζαντινός ναός βρέθηκε στην Ακρόπολη Θεσσαλονίκης

Λίγα μέτρα από την κεντρική «πορτάρα» της Θεσσαλονίκης, πολύ κοντά στα τείχη της Ακρόπολης, ένας απολύτως άγνωστος ναός της Παλαιολόγειας περιόδου και ένα πυκνό νεκροταφείο της ίδιας εποχής, βρέθηκαν σε σωστική ανασκαφή οικοπέδου.
Η ανακοίνωση για το μοναδικό και εξαιρετικά σπάνιο αυτό εύρημα, που συμπληρώνει την ιστορία της πόλης, έγινε σε συνέδριο με τη συμμετοχή Ελλήνων Βυζαντινολόγων, που είναι σε εξέλιξη στην Κομοτηνή.
Στην ανακοίνωση που αφορά στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, προχώρησαν η Επιστημονικά Υπεύθυνη Αρχαιολόγος Αικατερίνη Κούσουλα και οι Αρχαιολόγοι Αναστασία Λίνδα και Χαρίλαος Γουΐδης.
Σύμφωνα με αυτήν, αποκαλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού τμήματος ιερού ναού, τοιχογραφίες, ένα νεκροταφείο με περίπου 60 ταφές και κτερίσματα, όπως και πολλά νομίσματα που βοηθούν στη χρονολόγηση του ναού.
Παλαιολόγειος ναός στην Ακρόπολη Θεσσαλονίκης
Ο τοίχος της κόγχης του ιερού Βήματος, που σώθηκε σε ικανό ύψος, εξωτερικά είναι πολύπλευρος, φτιαγμένος από λίθους και πλίνθους, πολλές από τις οποίες είναι ενσφράγιστες με σταυρούς. Εσωτερικά η πολυγωνική κόγχη σε δεύτερη φάση επαναδιαμορφώθηκε σε καμπύλο τοίχο.
Τόσο στην επιφάνεια του καμπύλου τοίχου όσο και στην κόγχη της Πρόθεσης, αποκαλύφθηκε σε καλή κατάσταση, τμήμα του εικονογραφικού διακόσμου. Μάλιστα, από την εικονογράφηση διατηρήθηκε το κάτω τμήμα της παράστασης της Άκρας Ταπείνωσης του Χριστού, όπου διακρίνονται τα δάχτυλα των σταυρωμένων χεριών του Κυρίου όπως και τμήμα από τους πήχεις και το σώμα του.
Από την εικονογράφηση της αψίδας του ιερού, διατηρήθηκε αποσπασματικά η παράσταση του Μελισμού, στην οποία παριστάνονται ιεράρχες με περίτεχνα λειτουργικά άμφια και άγγελοι με πλούσια ενδύματα στην ιδιαίτερη και μεστή θεολογικών εννοιών σκηνή του Μελισμού.
Πολλά σπαράγματα πολυτελών τοιχογραφιών από τον χώρο του ιερού, βρέθηκαν μέσα στο στρώμα καταστροφής της κόγχης και παρατηρείται ότι αρκετά από αυτά φέρουν επίστρωση φύλλου χρυσού, κάτι που δείχνει την υψηλή καλλιτεχνική τους αξία.
Από τα σπαράγματα αυτά κατέστη δυνατόν να ανασυσταθεί εν μέρει η εικόνα της Θεοτόκου Πλατυτέρας – ένα αριστουργηματικό έργο της δεύτερης δεκαετίας του 14ου αιώνα, που αναμφίβολα κοσμούσε την ανώτερη ζώνη τοιχογράφησης της κόγχης.
Σε πολύ μικρή απόσταση από τον αγιογραφημένο τοίχο της κόγχης, αποκαλύφθηκε και η ίδια η κτιστή, κυβική Αγία Τράπεζα.
Νεκροταφείο Παλαιολόγειας περιόδου με δεκάδες ταφές και κτερίσματα
Απλές στη μορφή, αλλά επιμελημένες ταφές των κατοίκων της βυζαντινής ακρόπολης, συμπληρώνουν τα μοναδικά ευρήματα της σημερινής οδού Στεργίου Πολυδώρου. Το πυκνό αυτό κοιμητήριο παρέχει ιδιαίτερα πολύτιμες πληροφορίες, όχι μόνο γιατί συμπληρώνει την εικόνα του ναού στον οποίο ανήκει, αλλά και γιατί μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστό αντίστοιχης έκτασης εύρημα στο εσωτερικό της Ακρόπολης.
Στον χώρο της ανασκαφής ερευνήθηκαν οι ταφές σε επάλληλες στρώσεις. Πρόκειται για ταφές βρεφικές, παιδικές και ενηλίκων. Την ταφή μπορεί να συνοδεύουν σιδερένιοι ήλοι, όστρεα, άνθρακες, μολύβδινα ελάσματα, χαρώνειοι οβολοί, ενώ από τα στοιχεία ένδυσης και στολισμού των νεκρών, βρέθηκαν χάλκινα ενώτια, δαχτυλίδια, απλά χάλκινα κουμπιά και άλλα με διακόσμηση και επιχρύσωση, αποδεικνύοντας ότι οι ταφές πραγματοποιούνταν με τα κοσμικά ενδύματα των νεκρών και μάλιστα τα καλύτερα που διέθεταν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο ταφές ιδιαίτερα μεγαλόσωμων ανδρών, των οποίων το ύψος αγγίζει τα δύο μέτρα και η ταφή επίτοκης γυναίκας, που στη θέση της λεκάνης βρέθηκαν οστάρια και κρανίο εμβρύου σε θέση τοκετού.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν τη χρονολόγησή τους
Με βάση τη συνολική ανασκαφική εικόνα αλλά και τη νομισματική μαρτυρία από κλειστά σύνολα των ταφών και του κτηρίου που περιλάμβαναν Λατινικές απομιμήσεις και κοπές Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1281), μπορεί να διατυπωθεί ότι το κοιμητήριο και ο ναός με πολυγωνική κόγχη ιδρύθηκαν περί τα μέσα του 13ου αι.
Το αρχικό αυτό κτίσμα όμως, καταστράφηκε και γνώρισε και δεύτερη κατασκευαστική φάση στις αρχές του 14ου αιώνα, όπως συνάγεται από τα ανασκαφικά δεδομένα, το αγιογραφικό διάκοσμο, τις νομισματικές μαρτυρίες.
Ωστόσο κι αυτός ο ναός στη δεύτερη φάση του, επίσης δεν είχε ιδιαίτερα μακρά ζωή, αφού νομίσματα και κεραμική αποκαλύπτουν την ριζική καταστροφή και κατάχωση περί τις αρχές του 15ου αιώνα, στους ταραγμένους χρόνους που Βυζαντινοί Δεσπότες και Οθωμανοί Σουλτάνοι καταλάμβαναν διαδοχικά την Θεσσαλονίκη μέχρι την οριστική άλωση της από τους τελευταίους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΕΛΛΑΔΑ
Εντυπωσιασμένοι όσοι κατάφεραν να επισκεφθούν τον τύμβο Καστά

Περισσότεροι από πέντε χιλιάδες επισκέπτες, σε οργανωμένες ομάδες και μεμονωμένα άτομα, είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά τον τύμβο Καστά στην Αμφίπολη, στο διάστημα των τεσσάρων περίπου μηνών που έμεινε ανοιχτός και ήταν επισκέψιμος από ειδικές ομάδες κοινού.
Το φημισμένο ταφικό μνημείο ξεκίνησε να δέχεται κόσμο στις 18 Μαΐου, μετά από σχετική ανακοίνωση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και οι επισκέψεις ολοκληρώθηκαν την περασμένη Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου.
Σε αυτό το διάστημα είχαν την δυνατότητα να επισκεφθούν το μνημείο Έλληνες και ξένοι προερχόμενοι από τις ειδικές ομάδες όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από την Εφορεία Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Σερρών και το Υπουργείο Πολιτισμού.
Εκπαιδευτικοί, τουριστικοί πράκτορες, αυτοδιοικητικά στελέχη, υπηρεσιακοί παράγοντες, επιστημονικοί ερευνητές μπορούσαν να δουν από κοντά το μνημείο και να ξεναγηθούν στον εσωτερικό χώρο και τον περίβολό του.
Όπως επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η Έφορος αρχαιοτήτων Σερρών Δημητρία Μαλαμίδου «το 50% όσων το επισκέφθηκαν ήταν κυρίως εκπαιδευτικοί και ακολουθούν οι κρατικοί υπάλληλοι και τα αυτοδιοικητικά στελέχη. Μικρότερος ήταν ο αριθμός όσων προέρχονταν από τον ευρύτερο τουριστικό κλάδο όπως για παράδειγμα τουριστικοί πράκτορες και εκπρόσωποι τουριστικών γραφείων».
Αρκετοί ήταν και οι ξένοι εκπαιδευτικοί, καθηγητές πανεπιστημίων και σχολών από την Ισπανία, την Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία που ευρισκόμενοι στην Ελλάδα εκδήλωσαν ενδιαφέρον να επισκεφθούν και να ξεναγηθούν στο μνημείο και στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου της Αμφίπολης, οπότε τους δόθηκε αυτή η ευκαιρία μετά από συνεννόηση με την ΕΦΑ Σερρών.
Ξεκινούν αναστηλωτικές εργασίες και εργασίες συντήρησης
Από την Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου οι επισκέψεις στο μνημείο διεκόπησαν, καθώς θα ξεκινήσουν οι εργασίες για την αναδιάταξη των εσωτερικών υποστυλωμάτων και την κατασκευή στην είσοδο του μόνιμου στεγάστρου προστασίας του ταφικού μνημείου.
Ωστόσο, η δυνατότητα επανέναρξης των επισκέψεων θα εκτιμηθεί μετά την ολοκλήρωση των συγκεκριμένων εργασιών, και θα υπάρξει εκ νέου ενημέρωση του κοινού από την ΕΦΑ Σερρών, με ειδική μέριμνα για την εύρυθμη λειτουργία του εργοταξίου, την ασφάλεια του μνημείου και των επισκεπτών.
Το μνημείο, αναμένεται και πάλι να ανοίξει για το κοινό το 2027, αφού έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες συντήρησής του, αλλά και οι εργασίες διαμόρφωσης στις εκτάσεις που πρόσφατα απαλλοτριώθηκαν πέριξ του τύμβου Καστά.
Όπως σημειώνει η κ. Μαλαμίδου στο ΑΠΕ – ΜΠΕ «με την ολοκλήρωση της διαδικασίας των απαλλοτριώσεων και την παραχώρηση των αγροτεμαχίων στην κυριότητα πλέον της Εφορείας, μπορούν να ξεκινήσουν οι εργασίες για την ανάδειξη ολόκληρου του εντυπωσιακού μαρμάρινου περιβόλου του μνημείου, που μέχρι σήμερα παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος του αθέατος».

Έργα ανάδειξης και προβολής του ταφικού μνημείου
Παράλληλα, με τη φροντίδα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Σερρών, εκπονούνται μελέτες για την επέκταση των διαδρομών που θα επιτρέπουν στους επισκέπτες την πρόσβαση και την περιήγηση σε όλη την περίμετρο του μνημείου, καθώς και για τη δημιουργία εκθεσιακού χώρου στον οποίο θα εκτίθενται τα ευρήματα από τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο (θύρα ταφικού θαλάμου, τα φτερά σφιγγών κ.α.).
Στο ίδιο κτίριο προβλέπεται αίθουσα προβολών, κυλικείο και χώροι υγιεινής. Το κτίριο, με αυστηρές και λιτές μορφές, θα σχεδιασθεί να είναι υπόσκαφο, εναρμονισμένο με το φυσικό περιβάλλον, εκμεταλλευόμενο τις έντονες κλίσεις του φυσικού εδάφους, ανοιχτό προς την πλευρά του τύμβου ώστε να υπάρχει θέαση του περιβόλου, στο καλύτερα σωζόμενο τμήμα του.
Πρόκειται για σχεδιασμό που θα υλοποιηθεί από την ΕΦΑ Σερρών με επόμενα χρηματοδοτικά σχήματα, παράλληλα με τις εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης του συνόλου του μνημείου, που θα υλοποιηθούν σε συνεργασία με τις κεντρικές διευθύνσεις του υπουργείου Πολιτισμού.
Επιπλέον, στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης του μνημείου Καστά, πρόκειται να υλοποιηθούν την ΕΦΑ Σερρών έργα που θα βοηθήσουν και τα ΑμΕΑ να προσεγγίσουν και να επισκεφθούν το ταφικό μνημείο. Τα έργα αυτά είναι ενταγμένα στο Ταμείο Ανάκαμψης, με ορίζοντα ολοκλήρωσης το τέλος του 2024.
Στο έργο αυτό προβλέπεται μεταξύ άλλων να δημιουργηθούν διαδρομές κατάλληλες και για τη διέλευση ΑμεΑ, χώρος στάθμευσης, φυλάκιο εισόδου και εξυπηρέτησης κοινού, χώροι υγιεινής, πινακίδες πληροφόρησης και μικρά καθιστικά.

Διθυραμβικά τα σχόλια των επισκεπτών για τον Καστά
Είναι γεγονός πάντως πως ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από την πρώτη στιγμή που θα βρεθεί στον τύμβο Καστά. Η «υποδοχή» που έχει από τις υπερμεγέθεις και συντηρημένες πλέον σφίγγες στην είσοδο του μνημείου είναι γεγονός ότι τον προδιαθέτει για ό,τι θαυμαστό θα συναντήσει στο εσωτερικό του.
Και μπορεί τα σιδερένια υποστυλώματα, οι σκαλωσιές και το ξύλινο δάπεδο να εμποδίζουν την θέαση του ταφικού μνημείου σε όλη του την έκταση, ωστόσο, και πάλι, η συνολική εικόνα παραμένει μοναδική.
Οι λεπτομέρειες από τα πόδια, τα σανδάλια, τις πτυχώσεις των χιτώνων που φορούν οι Καρυάτιδες, τα μαρμάρινα βάθρα πάνω στα οποία στέκονται, το ψηφιδωτό με την αρπαγή της Περσεφόνης που φαίνεται στις άκρες του ξύλινου προστατευτικού δαπέδου, οι λεπτομέρειες από τη μαρμάρινη πόρτα του μνημείου και όλος ο υπόλοιπος λιτός ταφικός διάκοσμος, προκαλούν τον δικαιολογημένο θαυμασμό των επισκεπτών.
«Αυτό εξάλλου αποτυπώνεται και στο βιβλίο εντυπώσεων που είχαμε ανοίξει και στο οποίο μπορούσαν να γράψουν όλοι οι επισκέπτες. Τα σχόλια είναι κάτι παραπάνω από θετικά, είναι διθυραμβικά. Όλοι δηλώνουν ενθουσιασμένοι από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και την ιστορία του μνημείου», σημειώνει με έμφαση η κ. Μαλαμίδου.
Ενδιαφέρον για το μουσείο της Αμφίπολης και τον αρχαιολογικό χώρο
Τέλος, αξίζει να τονιστεί, πως το μεγάλο ενδιαφέρον για τον τύμβο Καστά αύξησε την επισκεψιμότητα τόσο στο αρχαιολογικό μουσείο της Αμφίπολης όσο και γενικότερα στον αρχαιολογικό χώρο της φημισμένης πόλης της Μακεδονίας, όπου τα τελευταία χρόνια εκτελούνται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών σημαντικά έργα ανάδειξής του.
Μάλιστα, μέσω του ΕΣΠΑ, χρηματοδοτήθηκαν έργα ύψους 500.000 ευρώ που ολοκληρώθηκαν σε διάστημα δυο ετών και στοχεύουν στην συνολική ανάδειξη και προβολή του αρχαιολογικού χώρου της Αμφίπολης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΕΛΛΑΔΑ
Η αποξήρανση της Κωπαΐδας, το μεγαλύτερο εγγειοβελτιωτικό έργο της αρχαιότητας

Πώς αντιμετώπιζαν στην αρχαιότητα τις πλημμύρες, την καταστροφή οικισμών και την ανάγκη διαχείρισης και κατασκευής αποστραγγιστικών έργων; Μια «ματιά» στο παρελθόν μπορεί να είναι και διδακτική.
Με case study την Κωπαΐδα και βοηθό την αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Βοιωτίας Εύη Τσώτα, επιχειρήσαμε ένα «ταξίδι» στον χρόνο και στις αποστραγγιστικές προσπάθειες που έγιναν στην περιοχή ήδη από την προϊστορία.
«Το νερό μπορεί να επηρεάσει θετικά στην παρουσία του ανθρώπου, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να συντελέσει και στην καταστροφή του. Μία ένδειξη αποτελεί η μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο κατακλυσμός του Ωγύγου (σ.σ. κατά μία εκδοχή μυθικός ηγέτης της Βοιωτίας), προκλήθηκε από την υπερχείλιση της Κωπαΐδας, με αποτέλεσμα ο αφανισμός πολισμάτων των Βοιωτών, Αθηναίων και Ελευσίνιων που είχαν κατοικήσει την περιοχή, ενώ κατέστρεψε ακόμα και την Αττική.
Η μυθολογική παράδοση θέλει τους μυθικούς κατοίκους του Ορχομενού, τους Μινύες, να δημιουργούν τα πρώτα έργα για την αποξήρανση και διαχείριση των υδάτων της λίμνης», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Εύη Τσώτα για τη λίμνη Κωπαΐδα που απετέλεσε σημαντικό πόλο έλξης κατοίκων, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανεξαρτήτως των προβλημάτων που είχαν με τη διαχείριση των υδάτων της.
Σήμερα η Κωπαΐδα είναι πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία δημιουργήθηκε ύστερα από την αποξήρανση της ομώνυμης λίμνης κατά το διάστημα 1880-1930.
Οι πρώτοι που αποξήραναν τη λίμνη, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν οι αρχαίοι κάτοικοι του Ορχομενού, οι Μινύες. Η αποξήρανσή της αποτέλεσε το μεγαλύτερο εγγειοβελτιωτικό έργο όχι μόνο των προϊστορικών χρόνων, αλλά γενικά της αρχαιότητας.
«Το μεγαλόπνοο, όμως, σχέδιο αποξήρανσης της λίμνης, που υλοποιήθηκε κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, ήταν εξαιρετικά σύνθετο. Έπρεπε να διαμορφωθεί η περίμετρος της λίμνης με σκοπό τον περιορισμό της, με την εκτροπή δύο ποταμών, του Βοιωτικού Κηφισού και του Μέλανα, που κατέληγαν στην Κωπαΐδα.
Για να οδηγήσουν το νερό όπου θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν γόνιμα εδάφη και ασφάλεια από ανεξέλεγκτες πλημμύρες, έσκαψαν βαθιά κανάλια και ανύψωσαν μεγάλα κτιστά αναχώματα, διοχετεύοντας τα νερά των ποταμών στις φυσικές καταβόθρες που υπάρχουν στις παρυφές της λίμνης, μέσω των οποίων τους έδωσαν διέξοδο προς τη θάλασσα.
Τα τεχνικά έργα περιλαμβάνουν τεχνητές λίμνες εν είδει ταμιευτήρων ύδατος, όπου μπορούσαν να έχουν νερό σε περιόδους ξηρασίας. Παράλληλα, αρκετά σημεία είχαν διαμορφωθεί για τον έλεγχο και την αποτροπή υπερχείλισης, αφήνοντας κάθε φορά ελεγχόμενο όγκο νερού να εισρέει στη λίμνη», προσθέτει η αρχαιολόγος.

Το εντυπωσιακότερο τμήμα των έργων που διασώθηκαν είναι η βόρεια αποστραγγιστική τάφρος, μήκους 25 περίπου χιλιομέτρων, η οποία ξεκινούσε από τον Ορχομενό και κατέληγε στο σημερινό Κάστρο, όπου διακλαδιζόταν σε δύο τμήματα για να οδηγήσουν το νερό στις φυσικές καταβόθρες.
«Το μεγάλο ανάχωμα που υψώθηκε ήταν περίπου 3 μέτρα ύψος και είχε πλάτος 30 μέτρα. Για να ενισχύσουν, δε, τη διάβρωση και φθορά του αναχώματος, κατά μήκος των μακρών πλευρών του κατασκεύασαν ισχυρό κυκλώπειο τοίχο πάχους 2,5 μέτρων.
Το ανάχωμα πλέον είχε διπλή σημασία, από τη μία προστάτευε από υπερχείλιση ενώ παράλληλα προσέφερε έναν ασφαλή δρόμο για τη μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων», εξηγεί η Ε. Τσώτα.
Ωστόσο, η ιστορία της Κωπαΐδας δεν σταματά στους προϊστορικούς χρόνους.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές μεταξύ 335-331 π.Χ., επί Αλεξάνδρου Γ’, προέκυψαν νέα έργα, τόσο με τη μερική χρήση των παλαιών μυκηναϊκών έργων, όσο και με την εκσκαφή μιας νέας κεντρικής αποστραγγιστικής τάφρου.
«Το 1920, όμως, αποκαλύφθηκαν από τον αρχαιολόγο Ν. Παπαδάκη στην Κορώνεια της Βοιωτίας μερικές επιγραφές χαραγμένες επάνω σε μεγάλους μαρμάρινους ορθοστάτες (μία εξ αυτών εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών).
Καταγράφουν επιστολές σταλμένες από τον φιλέλληνα Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) προς τους κατοίκους της ομώνυμης αρχαίας βοιωτικής πόλης για τα αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα που πραγματοποιήθηκαν τελικά στην περιοχή κατ’ εντολή του ίδιου του αυτοκράτορα, ο οποίος επισκέφθηκε την Κορώνεια το 125 μ.Χ. και διέγνωσε αυτοπροσώπως το πρόβλημα στην εξεύρεση καλλιεργήσιμης γης, εξαιτίας των πλημμυρών που προκαλούνταν από τα νερά των ποταμών της δυτικής Κωπαΐδας», πληροφορεί η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στην πρώτη επιστολή (του 125 μ.Χ.) γίνεται αναφορά στην ανάγκη διευθέτησης της κοίτης του Κηφισού και της Έρκυνας, καθώς και των άλλων ποταμών της περιοχής, μέσω της εκσκαφής τάφρων και της κατασκευής αναχωμάτων.
«Ταυτόχρονα, ενημερώνει τους κατοίκους ότι θα χορηγήσει στην πόλη 65.000 δηνάρια από το αυτοκρατορικό ταμείο για την ολοκλήρωσή τους, ενώ αφήνει τους κατοίκους της πόλης να επιλέξουν τους μηχανικούς που θα αναλάμβαναν την κατασκευή τους.

Δέκα χρόνια μετά, το 135 μ.Χ., με νέα επιστολή του, ο αυτοκράτορας επανέρχεται στο θέμα κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον ποταμό Φάλαρο. Στην επιστολή αυτή τους ενημερώνει ότι στέλνει τον αγαπητό του φίλο Αιμίλιο Ιούγκο για τη διευθέτηση.
Τέλος, στην τρίτη επιστολή (135 – 137 μ.Χ.), τα αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα στον Φάλαρο εμφανίζονται να έχουν ήδη ολοκληρωθεί.
Ο Αδριανός φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος, αλλά εφιστά την προσοχή τους να μην παραμελήσουν τη συντήρησή τους, ενώ τους επισημαίνει ότι όποιος προξενούσε βλάβη στα έργα θα αναγκαζόταν να επανορθώσει και η πόλη θα υποχρεωνόταν να καταβάλει πρόστιμο 1.500 δηναρίων για την προξενηθείσα ζημία», επισημαίνει η Ε. Τσώτα.
Οι παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους στην Κωπαΐδα έκλεισαν τον κύκλο των αρχαίων αντιπλημμυρικών έργων στη λίμνη.
«Συνεχιστές της μακράς αυτής παράδοσης, τα ρωμαϊκά αντιπλημμυρικά έργα απέδωσαν πλούσια καλλιεργήσιμη γη και αποτέλεσαν αναπόσπαστο κρίκο στην αλυσίδα μιας πανάρχαιας και διαχρονικής προσπάθειας εκμετάλλευσης των εύφορων εδαφών της λεκάνης.
Η, δε, πόλη της Κορώνειας, τίμησε τον ευεργέτη Αδριανό για το πολύτιμο δώρο του, με την τοποθέτηση ενός μαρμάρινου αδριάντα, σωζόμενου ύψους 1,82 μέτρων, που σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών», καταλήγει η αρχαιολόγος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ